- λατρείω
- λατρ-είω,A render as offering,
Δί SIG9
([voice] Pass., Olympia, vi B.C.):—also [suff] λατρ-αίω, prob. in Inscr.Olymp. 1.7. (Both Elean for λατρεύω, from -ηϝ-yω.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Δί SIG9
([voice] Pass., Olympia, vi B.C.):—also [suff] λατρ-αίω, prob. in Inscr.Olymp. 1.7. (Both Elean for λατρεύω, from -ηϝ-yω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λατρείω — και πιθ. λατραίω (Α) [λάτρον] προσφέρω ως ανάθημα, κάνω θυσία … Dictionary of Greek
λατραίω — (Α) βλ. λατρείω … Dictionary of Greek
λατρεύω — (AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω) 1. αγαπώ τον θεό και τόν υπηρετώ με τέλεση τού τυπικού τής θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.) 2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β.… … Dictionary of Greek